- αμάνδαλος
- ἀμάνδαλος, -ον (Α)αφανής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀμαλδύνω «μαλακώνω, αμβλύνω», και προήλθε από *ἀμάλδαλος (< ἀμαλδύνω) με ανομοίωση.ΠΑΡ. αρχ. ἀμανδαλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμάνταλος — και αμάνδαλος η, ο [μάνταλος] αυτός που δεν έχει μάνταλο, έμβολο ή μοχλό (πόρτα ή παράθυρο) … Dictionary of Greek
αμαλδύνω — ἀμαλδύνω (Α) (επική και ιωνική λέξη) 1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω 2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω 3. θέτω τέρμα σε κάτι 4. ταπεινώνω, υποβιβάζω 5. σπαταλώ, καταξοδεύω 6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα 7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι… … Dictionary of Greek
αμανδαλώ — ἀμανδαλῶ ( όω) (Α) [ἀμάνδαλος] αφανίζω … Dictionary of Greek